- ἱερούργησα
- ἱ̱ερούργησα , ἱερουργέωperform sacred ritesaor ind act 1st sgἱερουργέωperform sacred ritesaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιερουργώ — ιερούργησα, τελώ θρησκευτική τελετή: Στην αρχαία Ελλάδα σε πολλούς ναούς ιερουργούσαν ιέρειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερουργήσας — ἱερουργήσᾱς , ἱερουργέω perform sacred rites aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερουργώ — ιερουργώ, ιερούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής